- υποτροφία
- bourse
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
υποτροφία — Κυριολεκτικά: η ατελής θρέψη. Ειδικότερα η δαπάνη που καταβάλλει κάποιος για να συντηρήσει και να εκπαιδεύσει ένα σπουδαστή. Παλαιότερα τις υ. τις έδιναν κληροδοτήματα, κυρίως σε σπουδαστές ανώτερων σχολών του εσωτερικού ή του εξωτερικού. Υ. από… … Dictionary of Greek
υποτροφία — η 1. το να είναι κάποιος υπότροφος (βλ. λ.), η συντήρηση και οι σπουδές κάποιου με δαπάνες τρίτου: Πέτυχε υποτροφία για το εξωτερικό. 2. η δαπάνη που πληρώνει τρίτος (πρόσωπο, οργανισμός κτλ.) για τη συντήρηση και εκπαίδευση σπουδαστή: Το κράτος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Hypotrophie — Die Hypotrophie (zu altgriechisch: ὑπότροφία, neugriechisch: υποτροφία, neulateinisch: hypotrophia → „Unterernährung“), auch Hypotrophia bzw. einfache Atrophie genannt, bezeichnet in der Medizin eine unterdurchschnittliche Größenentwicklung… … Deutsch Wikipedia
Λιούις, Άρθουρ — (Sir Arthur Lewis, Αγία Λουκία, Καραϊβική 1915 – ΗΠΑ 1991). Βρετανός οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Το 1932 ξεκίνησε τις σπουδές του με υποτροφία στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (LSE). Έπειτα από πέντε χρόνια (1937) αποφοίτησε από το… … Dictionary of Greek
Παπανδρέου, Ανδρέας — (Χίος 1919 – Αθήνα 1996). Πολιτικός και οικονομολόγος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ειδικεύτηκε στην οικονομική θεωρία και μέθοδο, βιομηχανική θεωρία και μέθοδο οικονομικής πολιτικής… … Dictionary of Greek
Τόμπρος, Μιχαήλ — (Αθήνα 1889 – 1975). Έλληνας γλύπτης. Τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΕΜΠ συνέχισε με υποτροφία στο Παρίσι, στην Ακαδημία Ζουλιέν, όπου παρακολούθησε τους καθηγητές Λαντόφσκι και Μπονσάρ. Με την κήρυξη του A’ Παγκοσμίου πολέμου γύρισε… … Dictionary of Greek
Гипотрофия — (греч. υποτροφια, лат. hypotrophia) расстройство питания, характеризующееся различной степенью дефицита массы тела. Содержание 1 Причины гипотрофии … Википедия
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… … Dictionary of Greek
σοφτάς — ο, Ν μουσουλμάνος ιεροσπουδαστής, που σπούδαζε με κρατική υποτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. softa] … Dictionary of Greek
Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… … Dictionary of Greek